crissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
crissement crissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crissement (fr) αρσενικό

  1. η στριγκλιά, το ξεφωνητό, το τρίξιμο
  2. (μεταφορικά) le crissement des pneus sur la chaussée - το στρίγγλισμα των ελαστικών στο οδόστρωμα