critical

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός critical
συγκριτικός more critical
υπερθετικός most critical

Επίθετο

[επεξεργασία]

critical (en)

  1. κριτικός, επικριτικός, λέω αυτό που πιστεύω ότι είναι κακό για κάποιον ή κάτι
    He had an intensely critical attitude towards me.
    Πήρε έντονα κριτική στάση απέναντί μου.
    critical comments - επικριτικά σχόλια
    Don’t be so critical.
    Μην είσαι τόσο επικριτικός.
  2. κρίσιμος, σημαντικός
    The first hours after an operation are always critical.
    Οι πρώτες ώρες μετά από μια εγχείρηση είναι πάντα κρίσιμες.
    I am at a critical juncture in my life.
    Βρίσκομαι σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη important
  3. κρίσιμος, σοβαρός, αβέβαιος και πιθανώς επικίνδυνος
    The victim was in very critical condition.
    Το θύμα ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση.
  4. κριτικός, κάνω δίκαιες, προσεκτικές κρίσεις για τις καλές και κακές ιδιότητες κάποιου ή κάτι
    critical thinking - κριτική σκέψη
    a critical mind - κριτικό νου
    critical opinions on art - κριτικές απόψεις για την τέχνη

Σύνθετα

[επεξεργασία]