crocheter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

crocheter (fr)

  1. ανοίγω κλειδαριά με αντικλείδι
  2. πλέκω με βελονάκι

Συγγενικά

[επεξεργασία]