crotale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
crotale crotales

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crotale (fr) αρσενικό

  1. (μουσικό όργανο) κρόταλο, καστανιέτες της Αρχαίας Ελλάδας
  2. (ζωολογία) κροταλίας