cuff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cuff (en)

  1. η άκρη του μανικιού, η άκρη του μπατζακιού, το ρεβέρ
  2. (ανεπίσημο) cuffs: χειροπέδες handcuffs (συνήθως στον πληθυντικό, όμως για μία: cuff)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cuff (en)

  1. χτύπημα με ανοιχτό χέρι, η μάπα, η φάπα

cuff (en)

  1. ρίχνω μάπα, ρίχνω φάπα