cuniculture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cuniculture cunicultures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cuniculture (fr) θηλυκό