cup

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cup cups

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cup (en)

  1. το φλιτζάνι, η κούπα
  2. το πλαστικό κύπελλο
  3. (αθλητισμός) το κύπελλο
    We are constantly making small steps to win the cup.
    Κάνουμε συνεχώς μικρά βήματα για να πάρουμε το κύπελλο.

Σύνθετα

[επεξεργασία]