cupidité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ky.pi.di.te/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cupidité | cupidités |
cupidité (fr) θηλυκό
- η απληστία
ενικός | πληθυντικός |
cupidité | cupidités |
cupidité (fr) θηλυκό