curé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: cure

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

curé (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]