czas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡ʃ̑as/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

czas (pl) αρσενικό

  1. ο χρόνος
    • ως θεμελιώδης έννοια ροής γεγονότων
    • (γραμματική) ως ρηματικός τύπος
    • ως αόριστο διάστημα, ο καιρός

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • czasami: κατά διαστήματα
  • ciężkie czasy: δύσκολοι καιροί
  • kwestia czasu: θέμα χρόνου
  • od czasu do czasu: από καιρού εις καιρόν (πότε-πότε)
  • zabijać czas: σκοτώνω τον χρόνο
  • na czas ή o czasie: στην ώρα (μου, σου, του κλπ)