czytanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

czytanie (pl) < ρηματικό ουσιαστικό από το ρημα: czytać + -nie

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

czytanie (pl) ουδέτερο