dé à coudre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dé à coudre → δείτε τις λέξεις , à και coudre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
dé à coudre dés à coudre

dé à coudre (fr) αρσενικό