débit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

débit (fr)

  1. η χρέωση
    il a porté l'achat au débit de mon compte - χρέωσε την αγορά στο λογαριασμό μου
     αντώνυμα: crédit
  2. η ροή
    ce fleuve a un grand débit - αυτός ο ποταμός έχει μεγάλη ροή

Συγγενικά

[επεξεργασία]