déboisement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
déboisement déboisements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

déboisement (fr) αρσενικό