décimètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
décimètre décimètres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

décimètre (fr) αρσενικό