découpage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- découpage < découp(er) + -age < dé- + couper
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
découpage | découpages |
découpage (fr) αρσενικό
- το κομμάτιασμα
- η εικόνα ή το σχέδιο που θα αποκοπεί
- το ντεκουπάζ
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- découpage électoral - εκλογική διαίρεση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη découper