défaveur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
défaveur défaveurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

défaveur (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]