défavoriser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.fa.vɔ.ʁi.ze/
      ενικός         πληθυντικός  
défavoriser défavorisers

défavoriser (fr)