défileuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- défileuse < défiler
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
défileuse | défileuses |
défileuse (fr) θηλυκό
- (τεχνολογία) η πρώτη σειρά μηχανημάτων στη χαρτοποιία, στα οποία ρίχνουν κουρέλια