démarreur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

démarreur (fr), les démarreurs.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

démarrer, démarrage