démence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
démence | démences |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]démence (fr) θηλυκό
- (ψυχολογία) η άνοια, η παραφροσύνη, η αλλοφροσύνη
ενικός | πληθυντικός |
démence | démences |
démence (fr) θηλυκό