démiurge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.mjyʁʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
démiurge démiurges

démiurge (fr) αρσενικό