dénominateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dénominateur | dénominateurs |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dénominateur < λατινική denominator
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /de.nɔ.mi.na.tœʁ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dénominateur (fr) αρσενικό