déplacement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
déplacement < déplacer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.pla.smɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déplacement déplacements

déplacement (fr) αρσενικό

  1. η μετακίνηση, η μετατόπιση
  2. ο εκτοπισμός, η εκτόπιση

Συγγενικά

[επεξεργασία]