déporté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- déporté < déporter
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déporté | déportés |
θηλυκό | déportée | déportées |
déporté (fr)
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déporté | déportés |
θηλυκό | déportée | déportées |
déporté (fr)
- εξόριστος, αυτός που έχει απελαθεί, εκτοπισμένος