déranger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

déranger (fr)

  1. αναστατώνω, ανακατώνω πράγματα που ήταν τακτοποιημένα
     συνώνυμα: bouleverser, chambarder, déplacer, désorganiser
  2. αναστατώνω την κανονική λειτουργία ενός πράγματος
    la météo est dérangée - η μετεωρολογία έχει αναστατωθεί
     συνώνυμα: détraquer
  3. ενοχλώ, πειράζω
     συνώνυμα: distraire, ennuyer, gêner, importuner

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]