désenchantement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- désenchantement < désenchanter
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
désenchantement | désenchantements |
désenchantement (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) η ενέργεια με την οποία λύνονται τα μάγια, καθώς και το αποτέλεσμά της
- η απογοήτευση