désenchantement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
désenchantement < désenchanter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /;/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
désenchantement désenchantements

désenchantement (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η ενέργεια με την οποία λύνονται τα μάγια, καθώς και το αποτέλεσμά της
  2. η απογοήτευση

Συγγενικά

[επεξεργασία]