détail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.taj/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
détail détails

détail (fr) αρσενικό

  1. η λεπτομέρεια
  2. η λιανική