déterministe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
déterministe < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déterministe déterministes

déterministe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με τον ντετερμινισμό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déterministe déterministes

déterministe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οπαδός του ντετερμινισμού

Συγγενικά

[επεξεργασία]