dévotion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dévotion < λατινική devotio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.vɔ.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dévotion dévotions

dévotion (fr) θηλυκό

  1. η ευλάβεια
  2. η αφοσίωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]