dévotion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /de.vɔ.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dévotion | dévotions |
dévotion (fr) θηλυκό