dżem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d͡ʒ̑ɛ̃m/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dżem (pl) αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • συνήθως διαφοροποιείται από τη marmolada και την konfitura