daktilo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

daktilo (io)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
daktilo < (άμεσο δάνειο) γαλλική dactylo[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɑkˈtiɫɔ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: dak‐ti‐lo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

daktilo (tr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. daktilo - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν