damer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /da.me/

damer (fr)

  1. (στο σκάκι) μετατρέπω ένα πιόνι σε βασίλισσα (dame)
  2. (τεχνικός όρος) πατώ ένα έδαφος με ειδικό εργαλείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]