davier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /da.vje/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
davier daviers

davier (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) σιδερένιο εργαλείο ξυλουργού, κυρτό, που σε μία άκρη έχει τσιγκέλι
  2. η οδοντάγρα