debate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

debate < μέση αγγλική debaten < παλαιά γαλλική dibatre < λατινική dis- + battuere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος battuo (χτυπώ, μάχομαι) < γαλατική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰedʰ- (σκάβω) ή *bʰat- (χτυπώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɪˈbeɪt/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: de‐bate

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
debate debates

debate (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η συζήτηση, ο επίσημος διάλογος με ανταλλαγή επιχειρημάτων ανάμεσα σε συνομιλητές με διαφορετικές απόψεις
    Representatives of all parties will participate equally in the debate.
    Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν ισότιμα οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων.
    a pre-election (televised) debate - προεκλογικό ντιμπέιτ
    a (TV) debate of political leaders - τηλεμαχία των πολιτικών αρχηγών
  2. η συζήτηση, ένα επιχείρημα που εκφράζει διαφορετικές απόψεις
    This issue has sparked heated debates.
    Το θέμα αυτό προκάλεσε σφοδρές συζητήσεις.
    He gave it without any debate.
    Το έδωσε χωρίς συζήτηση.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενεστώτας debate
γ΄ ενικό ενεστώτα debates
αόριστος debated
παθητική μετοχή debated
ενεργητική μετοχή debating

debate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συζητώ κάτι, ειδικά επίσημα, πριν πάρω μια απόφαση ή βρω μια λύση
    The bill will be debated tomorrow.
    Το νομοσχέδιο θα συζητηθεί αύριο.
    There’s no use in debating him.
    Δεν βγαίνει τίποτα να συζητάς μαζί του.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) το συζητώ, σκέφτομαι, λογαριάζω, αν είναι σκόπιμο να πράξω κάτι
    I am debating (myself/with myself) whether it’s in my best interest to resign now.
    Το συζητώ, αν με συμφέρει να παραιτηθώ τώρα.
    I am not going to debate this possibility.
    Το ενδεχόμενο αυτό δεν το συζητώ.

Πηγές[επεξεργασία]