defne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Defne

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
defne < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική δάφνη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɛfˈnɛ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

defne (tr)

  1. (φυτό) η δάφνη
    defne yaprağı - φύλλο δάφνης