delight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dəˈlaɪt, dɪˈlaɪt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
delight delights

delight (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η χαρά, η ευχαρίστηση, το αίσθημα
    The pleasant news filled him with delight.
    H ευχάριστη είδηση τον γέμισε χαρά.
    I take delight in teasing someone.
    Βρίσκω μεγάλη ευχαρίστηση να πειράζω κάποιον.
  2. (μετρήσιμο) η χαρά, η απόλαυση, κάτι που μου δίνει μεγάλη χαρά
    You are my greatest delight.
    Είσαι η πιο μεγάλη μου χαρά.
    It’s a delight to hear him talk.
    Είναι απόλαυση να τον ακούς να μιλάει.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη pleasure

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας delight
γ΄ ενικό ενεστώτα delights
αόριστος delighted
παθητική μετοχή delighted
ενεργητική μετοχή delighting

delight (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]