deliverance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

deliverance (en)

  1. παράδοση (το να παραδίδεις κάτι σε κάποιον)
  2. σωτηρία
  3. απελευθέρωση