demandeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- demandeur < demander
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /d(ə)mɑ̃.dœʁ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | demandeur | demandeurs |
θηλυκό | demanderesse | demanderesses |
demandeur (fr)
- (παρωχημένο) ο ζητιάνος, ο επαίτης
- ο αιτών
- (νομικός όρος) ο κατήγορος
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Το θηλυκό demanderesse σπανίζει, χρησιμοποιείται συνήθως το αρσενικό.
Επίθετο
[επεξεργασία]demandeur (fr)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- demandeur d'asile: αυτός που ζητά το πολιτικό άσυλο
- → δείτε τη λέξη réfugié
- demandeur d'emploi: ο άνεργος, αυτός που ψάχνει για μια θέση
- :: → δείτε τις λέξεις chômeur και sans-emploi