demeurant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]demeurant < demeurer
Μετοχή
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | demeurant | demeurants |
θηλυκό | demeurante | demeurantes |
demeurant (fr)