depression
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
depression | depressions |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- depression < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική depression, depressioun < παλαιά γαλλική depression < λατινική dēpressiō. (μαρτυρείται από το 15ο αιώνα)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dɪˈpreʃ.ən/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : de‐pres‐sion
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]depression (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (ψυχολογία, ψυχιατρική) η κατάθλιψη
- (γεωγραφία) ο λάκκος, το βαθύπεδο
- (μετεωρολογία) το χαμηλό βαρομετρικό, η ύφεση
- (οικονομία) η οικονομική ύφεση
- (βιολογία, φυσιολογία) η κατάπτωση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ depression - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές
[επεξεργασία]- depression - Cambridge Dictionary online
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ψυχολογία (αγγλικά)
- Ψυχιατρική (αγγλικά)
- Γεωγραφία (αγγλικά)
- Μετεωρολογία (αγγλικά)
- Οικονομία (αγγλικά)
- Βιολογία (αγγλικά)
- Φυσιολογία (αγγλικά)