derelict

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός derelict
συγκριτικός more derelict
υπερθετικός most derelict

Επίθετο

[επεξεργασία]

derelict (en)

  1. εγκαταλελειμμένος, ερειπωμένος, ειδικά για γη ή κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται ή φροντίζονται και βρίσκονται σε κακή κατάσταση
    an old derelict house - ένα παλιό εγκαταλελειμμένο/ερειπωμένο σπίτι
    derelict rural areas - εγκαταλελειμμένες αγροτικές περιοχές
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις abandoned και dilapidated
  2. ασυνεπής