derge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
derge derges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

derge (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]