desperate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: disparate
παραθετικά
θετικός desperate
συγκριτικός more desperate
υπερθετικός most desperate

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

desperate < (άμεσο δάνειο) λατινική desperatus < despero

Επίθετο

[επεξεργασία]
  1. απελπισμένος
  2. αλόγιστος, ικανός για όλα (για απελπισία)
  3. απεγνωσμένος, απονενοημένος
  4. απελπιστικός, δύσκολος και επικίνδυνος
  5. τρομερός, φοβερός

Συγγενικά

[επεξεργασία]