desum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

desum (la) (dēsum, dēfuī, -, dēesse· μτχ. μέλλ. dēfutūrus)

  1. λείπω, απουσιάζω
  2. εγκαταλείπω
  3. μου λείπει