devaluation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]devaluation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, οικονομία) η υποτίμηση, ο καθορισμός μικρότερης αξίας για κάποιο νόμισμα, η μείωση της αξίας του
- ↪ Devaluation encourages exports, but increases the country’s foreign debt.
- Η υποτίμηση ενθαρρύνει τις εξαγωγές, αλλά αυξάνει το εξωτερικό χρέος της χώρας.
- ≈ συνώνυμα: depreciation
- ↪ Devaluation encourages exports, but increases the country’s foreign debt.