dexterity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η επιδεξιότητα, η ικανότητα να χρησιμοποιώ ειδικά τα χέρια μου ή το μυαλό μου
- ↪ The profession of a surgeon requires excellent dexterity in the hands while the footballer in the feet.
- Το επάγγελμα του χειρούργου απαιτεί εξαιρετική επιδεξιότητα στα χέρια ενώ του ποδοσφαιριστή στα πόδια.
- ↪ The profession of a surgeon requires excellent dexterity in the hands while the footballer in the feet.