dictionnariste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dictionnariste < dictionnaire

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dictionnariste dictionnaristes

dictionnariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό