diglossie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
diglossie diglossies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

diglossie (fr) θηλυκό