dimension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dimension (en)
- space has three dimensions - ο χώρος έχει τρεις διαστάσεις
- what are the dimensions of a ping pong table? - ποιες είναι οι διαστάσεις ενός τραπεζιού του πινγκ πονγκ;
- this discussion seeks to highlight some new dimensions of the issue - η συζήτηση επιδιώκει να αναδείξει νέες διαστάσεις του ζητήματος
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dimension | dimensions |
dimension (fr) θηλυκό
- η διάσταση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]dimension (eo)